- κυθώνυμος
- κυθώνυμος, -ον (Α)(ως επίθετο τού Οιδίποδος) αυτός που έχει επονείδιστο όνομα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κυθ- (< κεύθω «καλύπτω, κρύβω») + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ψευδ-ώνυμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυθώνυμον — κυθώνυμος of hidden name masc/fem acc sg κυθώνυμος of hidden name neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυθωνύμου — κυθώνυμος of hidden name masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυθνώνυμος — κυθνώνυμος, ον (Α) βλ. κυθώνυμος … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek